- ἔγκοιλον
- ἔγκοιλοςhollowmasc/fem acc sgἔγκοιλοςhollowneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έγκοιλος — ἔγκοιλος, ον (Α) 1. κοίλος, βαθουλός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκοιλον κοιλότητα, βαθούλωμα … Dictionary of Greek